τρίβον — τρίβος worn masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 … Dictionary of Greek
вести — ВЕ|СТИ (295), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Вести (кого л.) идя вместе, направлять движение кого л.: ˫Ако ѥгда оубогааго ведемъ въ домъ свои. и алъчьна напитаѥмъ и нага одежемъ. хс҃а при˫ахомъ и напитахомъ. Изб 1076, 94; и страньны˫а же много коривъши… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ατριβής — ἀτριβής, ές (AM) 1. αυτός που δεν έχει υποστεί τριβή 2. (για τόπους) δίχως «τρίβον», αδιάβατος 3. (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, απάτητος 4. αμεταχείριστος, πρόσφατος 5. (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει ζυγό 6. μη… … Dictionary of Greek